- κουκουμάριον
- κουκουμάρι(ο)ν, τὸ (Μ)είδος λέβητα, χύτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cucuma «είδος δοχείου» + κατάλ. -άριον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουμάρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 8 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * (I) το (Μ κουμάρι) πήλινο ή γυάλινο ή και μεταλλικό δοχείο νερού, κανάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek